προβλήματ'

προβλήματ'
προβλήματα , πρόβλημα
anything thrown forward
neut nom/voc/acc pl
προβλήματι , πρόβλημα
anything thrown forward
neut dat sg
προβλήματε , πρόβλημα
anything thrown forward
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατασκευασμάτιον — κατασκευασμάτιον, τὸ (Α) μικρό σκεύος ή αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατασκεύασμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. καλάθ ιον, προβλημάτ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • προβληματουργικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή προβλημάτων ή ο ικανός, ο κατάλληλος για την κατασκευή αμυντικών ή προστατευτικών μέσων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβληματουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη κατασκευής οχυρωματικών έργων 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”